Βαγγέλης Μπάδας 


Εισαγωγή

Αφορμή για την εκπόνηση μιας μελέτης σχετικά με την κουκούλα στάθηκε ασφαλώς η παραφιλολογία περί «κουκουλοφόρων» και «κουκουλοφορισμού», η οποία συνόδευσε την πρόσφατη κινηματική έξαρση που γνώρισε η «Ελλάδα του Μνημονίου». Ωστόσο, αυτό που ξεκινά ως μια μάλλον κοινότοπη ερευνητική διαδικασία, προκειμένου να έρθει στο φως μια «ιστορία της κουκούλας», τείνει να μετεξελιχτεί σε μια χιμαιρική (ίσως και υπερφίαλη) προσπάθεια να χωρέσει το «μικρό» στο «μεγάλο». Για την ακρίβεια, είναι απίστευτο το εύρος των ζητημάτων που κρύβονται πίσω από ένα κομμάτι ύφασμα. Η μορφή του κουκουλοφόρου σε όλες τις εκδοχές της γεννούσε ανέκαθεν μια σχεδόν μεταφυσική γοητεία, αλλά και αδιόρατο φόβο. Η κοινωνική ανθρωπολογία και ψυχολογία έρχονται να καταδείξουν ότι σε όλους τους τόπους και χρόνους, από τις εγελιανές «κοινωνίες δίχως ιστορία» ως το μεταμοντέρνο «παγκόσμιο χωριό», η κουκούλα, η μάσκα, το προσωπείο, το μακιγιάζ έγιναν τόπος των πιο παράξενων όσο και αντιφατικών συνδηλώσεων.
Εδώ το διεπιστημονικό και ιστορικό πεδίο είναι τόσο ευρύ, που εκφεύγει όχι μόνο των αντικειμενικών δυνατοτήτων αλλά και των γνωστικών ορίων της εργασίας. Ωστόσο, ακόμα και αν εμμείνουμε στην «πολιτική ιστορία» της κουκούλας, όπως αυτή συνδέθηκε με διάφορες σύγχρονες μορφές κινηματικών δράσεων και οργανώσεων, θα έπρεπε να ανοιχτούμε σε έναν ωκεανό εννοιών, όπως η «βία», η «δικαιοσύνη» ή το «αυθόρμητο». Έτσι, θα αρκεστούμε σε μια εν είδει λαογραφίας αφήγηση, που επιχειρεί να φωτογραφίσει σε γραμμικό ιστορικό χρόνο την κουκούλα και τα κατά καιρούς συμφραζόμενά της. Συνεπώς, η αναφορά στα «μεγάλα» ζητήματα εμφανίζεται παρεμπιπτόντως και πάντα με τη μορφή ερωτημάτων, σε συνάφεια με τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ιστορική εμπειρία και το καθημερινό βίωμα των κινημάτων.
Βεβαίως, ούτε και από αυτή την προσπάθεια έλειψαν τα προβλήματα. Η βιβλιογραφία (τουλάχιστον η ελληνική) γύρω από το θέμα είναι σχεδόν ανύπαρκτη ή περιπλανιέται ανάμεσα σε δημοσιογραφικά κείμενα και στο έντυπο χάος του αναρχικού χώρου. Ως εκ τούτου, αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, προφορικές μαρτυρίες και η προσωπική εμπειρία αποτελούν τους μοναδικούς θύλακες της όποιας επιστημοσύνης μπορεί να χαρακτηρίζει την παρούσα εργασία.
Τέλος, γίνεται μάλλον σαφές πως υπάρχουν a priori οι ελάχιστες φιλοσοφικές, ιστορικές και ιδεολογικές παραδοχές υπό το πρίσμα των οποίων κινείται η έρευνα. Είναι περιττό να τονίσουμε ότι οι παραδοχές αυτές δεν «καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», ούτε συμμερίζονται την αντίληψη πως κανένας δεν έχει λόγους να κρύβει το πρόσωπό του στη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία μας.


Απαραίτητες διευκρινίσεις

Στο κείμενο ο όρος «κουκούλα» χρησιμοποιείται εν μέρει καταχραστικά και περιλαμβάνει μια ευρύτερη ενδυματολογική γκάμα, που αποσκοπεί στην απόκρυψη-αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου προκειμένου να εξυπηρετηθούν ευρύτεροι κινηματικοί (;) σκοποί. Έτσι, δίπλα στους κυρίως ειπείν τύπους κουκούλας (μπαλακλάβα, πασαμοντάνια) έχουμε την παλαιστινιακή μαντίλα (keffiyeh), κράνη, κασκόλ ή μαντίλια σε συνδυασμό με ζακέτα που φέρει κουκούλα, αποκριάτικες μάσκες ή απλά μακό τυλιγμένα με ιδιαίτερο τρόπο γύρω από το κεφάλι. Διασταλτικά, μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις αντιασφυξιογόνες μάσκες, αφού πέρα από την απόκρυψη υποδηλώνουν και την πρόθεση του κινηματικού υποκειμένου να «μείνει» στη σύγκρουση ή απλώς να την «υπομείνει». Κατά την ιστορική επισκόπηση, μεταξύ άλλων, θα αναζητήσουμε και τις καθαυτό χρήσεις της κουκούλας, οι οποίες μπορεί να είναι:

  • εργαλειακές (απόκρυψη, τρομοκράτηση του αντιπάλου),
  • συμβολικές (τελετουργική μύηση στη συλλογικότητα, γελοιοποίηση, δραματουργία μέσω μασκαράτας),
  • ταυτοτικές (σημείο συγκρότησης ιδεολογικής-κοινωνικής ταυτότητας και κουλτούρας).

  
Ιστορικές Διαδρομές

 1. Οι ένοπλες οργανώσεις των μεταπολεμικών δεκαετιών

Δε γνωρίζουμε αν η πολιτική ιστορία της κουκούλας είναι τόσο παλιά όσο αυτή του συνωμότη, τουτέστιν και της κρατικής εξουσίας. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα είναι πως στη συλλογική μνήμη του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου υπάρχουν οι εικόνες του μασκοφόρου εκδικητή-λήσταρχου. Η λαϊκή λογοτεχνία, ο κινηματογράφος και τα κόμικς (από τον Ζορό ως τον Μπάτμαν) διαμόρφωσαν και
εξακολουθούν να τροφοδοτούν τον αντιφατικό τύπο του έκπτωτου παράνομου με την εγγενή αντικοινωνική συμπεριφορά, τα τραγικά του αδιέξοδα, αλλά και την αλάθητη αίσθηση του δικαίου που τον διακρίνει. Γνωρίζουμε ακόμα πως οι εξεγέρσεις των ρέμπελων αστικών πληθυσμών στις ιταλικές πόλεις της πρώιμης νεοτερικότητας ενίοτε ξεσπούσαν εν μέσω καρναβαλιού ή συνοδεύονταν από ποικίλα τελετουργικά και θεατρικούς συμβολισμούς.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τις προφανείς αιτιακές σχέσεις που διέπουν τη μελέτη του φαινομένου πριν από την ύστερη ψυχροπολεμική περίοδο. Η χρήση της κουκούλας στη μορφολογικά καθαρότερη εικόνα τής μπαλακλάβα θα συνδεθεί αρχικά με τις ένοπλες προεκτάσεις εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, με την ΕΤΑ της Eri Batasuna και, κυρίως, με το θρυλικό IRA του Sinn Fein[1]. Αργότερα, θα συσχετιστεί με ένα μωσαϊκό ένοπλων-κλειστών οργανώσεων που θα εμφανιστούν κυρίως ως απότοκο της «ήττας του ’60».  
Η Ιζαμπέλ Σομιέ (Isabelle Sommier) παραθέτει –πέρα από το ιστορικό δεκάδων οργανώσεων– και ένα ερμηνευτικό-επιστημολογικό πλαίσιο του φαινομένου της «τρομοκρατίας», συνδιαλεγόμενη με αναλύσεις ερευνητών όπως ο Τσ. Τίλι (Ch. Tilly) και ο Σ. Τάροου (S. Tarrow) και εστιάζοντας κυρίως στο «Μάη του ’68»[2]. Το ιστορικό πλαίσιο που περιγράφει μπορεί ασφαλώς να εμπλουτιστεί και να γίνει αντιληπτό ως μακροσκοπική αιτιακή δομή: η έκρηξη των ένοπλων εθνικοαπελευθερωτικών-κοινωνικών κινημάτων στην περιφέρεια, η συρρίκνωση της ιδεολογικοπολιτικής επιρροής της άλλοτε απαστράπτουσας ΕΣΣΔ (θεωρία «ειρηνικής συνύπαρξης», γραφειοκρατικοποίηση στα αστικά πρότυπα της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης»), σε συνδυασμό με τον ανερχόμενο μαχητικό λόγο της Πολιτιστικής επανάστασης, και κυρίως η αδυναμία της ενσωματωμένης ευρωπαϊκής Αριστεράς να «χωρέσει» το εξεγερτικό πνεύμα της δεκαετίας θα δημιουργήσουν το κλίμα στο οποίο θα καλλιεργηθεί ένα σχετικά «νομιμοποιημένο» πλαίσιο δράσης τέτοιων οργανώσεων.
Δε θα επεκταθούμε περαιτέρω στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα του ένοπλου αγώνα εντός μιας «εύρωστης» δυτικής δημοκρατίας. Όπως και να ’χει, σε αυτή την περίοδο η χρήση της κουκούλας, πέρα από την προφανή εργαλειακότητά της, δεν αποκτά κάποιον άμεσα εκπεφρασμένο συμβολισμό: Η RAF χρησιμοποιεί περούκες, μουστάκια, γυαλιά, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να γίνει αντιληπτό ως «σύνεργα της δουλειάς». Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες περιορίζονται στο να κρύβουν τα πρόσωπά τους με απλά μαντίλια στις βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις Τύπου που έδιναν σποραδικά. Τέλος, όσον αφορά τη… δική μας ΕΟ 17Ν, το διάσημο σκίτσο της «μπαλακλάβα» που συνόδευε τα τετράστηλα του ημερήσιου Τύπου είχε να κάνει μάλλον με τις καλτ φαντασιώσεις του αστυνομικού ρεπορτάζ της δεκαετίας του ’80 παρά με την πραγματικότητα.  
Ωστόσο, έχει ήδη δημιουργηθεί υπόρρητα το ολόγραμμα του «αντάρτη της πόλης», εκείνης της απονενοημένης φιγούρας που βγαίνει από το κινηματικό «φως» για να βυθιστεί στο συνωμοτικό «σκοτάδι». Είναι εκείνο ακριβώς το σημείο όπου συντελείται μια υπερκειμενική ενότητα, η οποία θέτει το ζήτημα μιας πανίσχυρης αναφοράς που ξεπερνά (και ενίοτε ομογενοποιεί) και τις πλέον αντικρουόμενες ιδεολογικο-πολιτικές καταβολές. Έχουμε έτσι την ανάπτυξη δικτύων αλληλεγγύης και συνεργασίας ανάμεσα σε ομάδες και σέχτες ανεξαρτήτως προσανατολισμού, στόχων, μαζικότητας και τακτικής[3]. Φαίνεται, λοιπόν, πως η ένοπλη σύγκρουση «εδώ και τώρα» αποκτά μια σορελική διάσταση[4] που επισκιάζει τις κατά τα άλλα λεπτομερέστατες αναφορές των περισσότερων οργανώσεων στην επαναστατική-λενινιστική και μαοϊκή ορθοδοξία. Τούτη η αντίφαση ανάμεσα στη λέξη και στην πράξη μέλλει να «στοιχειώσει» τις μελλοντικές «ξεκομμένες πρωτοπορίες».


2. Η Αυτονομία

Πολλοί κοινωνιολόγοι αρκούνται στο να μυθολογούν γύρω από το «μεγάλο Μάη», κυκλώνοντας στα ημερολόγιά τους μια περίοδο που ξεκινά από τις αρχές του ’60 και φτάνει ως τις παρυφές του ’80. Μια τέτοια προσέγγιση διόλου δε βοηθά στην κατανόηση των τομών που συντελέστηκαν σε αυτή την εικοσαετία και που καθόρισαν άμεσα όχι μόνο τις πλαισιώσεις, τα ρεπερτόρια, ακόμα και το βεστιάριο των κινημάτων, αλλά και εννοιολόγησαν εκ νέου τη σύγχρονη εκφορά του ριζοσπαστικού λόγου στο σύνολό της.
Οφείλουμε να πάρουμε πολύ σοβαρά υπόψη τα ιδεολογικά, πολιτικά και αισθητικά ερείσματα των βίαιων μορφών πάλης που εκδηλώνονται την περίοδο αυτή. Μια κάπως αφελής –χρήσιμη όμως για τη μελέτη μας– προσέγγιση θα ήθελε την Αυτονομία ως το τελευταίο άμεσο τέκνο του Μάη, αλλά και άμεσο πρόγονο πολλών «μετανεοτερικών» κινηματικών δράσεων. Ως δομικές συγκυρίες για την ανάπτυξη της Αυτονομίας θα μπορούσαν να αναγνωριστούν η περαιτέρω φθίνουσα εικόνα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το άδοξο τέλος της Πολιτιστικής επανάστασης, αλλά και οι όποιες ανακατατάξεις πραγματοποιούνται στη ροή του πλούτου στις ανεπτυγμένες Δυτικές κοινωνίες.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την πλήρη πλέον ηθικοπολιτική απαξίωση των ευρωκομουνιστικών κομμάτων στα μάτια των πιο ριζοσπαστικοποιημένων κινηματικών υποκειμένων (ιδίως της νεολαίας), συνέτειναν σε μια κρίσιμη στροφή του χώρου της «επαναστατικής» Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αυτή την περίοδο τα βίαια κινήματα του δρόμου απομακρύνονται από τις σαφείς λενινιστικές-μαοϊκές αναφορές των ένοπλων οργανώσεων για να συγχωνεύσουν «πρωτόγονα» εργατιστικά χαρακτηριστικά με όψιμες ή παλαιότερες αναρχικές τακτικές και αντιλήψεις. Η μαζική χρήση της κουκούλας (με τη μορφή της μαύρης μπαλακλάβα που «λάνσαρε» ο IRA) γίνεται σε αυτή την περίπτωση απαραίτητο μέσο ώστε να βγει η βία από τους τοίχους της γιάφκας και να ξεχυθεί με σαφέστερα κινηματικά χαρακτηριστικά στο δρόμο. Εδώ ο βαρύς οπλισμός (κινεζικής, σοβιετικής ή άλλης προέλευσης) αντικαθίσταται από ρόπαλα, μολότοφ, πέτρες και οτιδήποτε, τέλος πάντων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μιας κινηματικής ημι-κανονικότητας.

Με την άνοδο της γαλλικής, της ιταλικής και κυρίως της γερμανικής Αυτονομίας έχουμε την πρώτη ολοκληρωμένη ανάδυση ενός «ανθρωπολογικού ιδεότυπου» του σύγχρονου κουκουλοφόρου. Η σχετική βιβλιογραφία βρίθει από σκίτσα και εικόνες που παραπέμπουν ενδυματολογικά στο σημερινό σιτουασιονιστή (ή στον «μπαχαλάκια»), δεν υπάρχει ωστόσο λέξη που να δηλώνει κάτι παραπάνω.
Δεν είναι της παρούσης μια κριτική αποτίμηση της Αυτονομίας. Θα πρέπει ωστόσο να έχουμε κατά νου την υποσημείωση πως το συγκεκριμένο κίνημα συγκροτούνταν όλο και περισσότερο γύρω από μετανεοτερικές ή και μεταμοντέρνες αντιλήψεις, που έφεραν στο κινηματικό προσκήνιο την απόρριψη των ευθύγραμμων σχέσεων αιτίου, μέσου και αποτελέσματος, την αυτοαναφορικότητα, την αποδόμηση του σκοπού, σε συνδυασμό με την εμμονή στο αυθόρμητο, στο συμβολικό και στη συγκρότηση ταυτότητας. Σε αυτή την περίπτωση η πράξη δεν επικαλείται (έστω και προσχηματικά) τις λέξεις. Απλά δεν τις χρειάζεται. Εύστοχα παρατηρεί η Ντ. Ντέλα Πόρτα (D. Della Porta) πως, όσο πιο «χαλαρή» είναι μια κινηματική δομή, τόσο περισσότερο χρειάζεται το σύμβολο και την τελετουργία[5]. Ο φετιχισμός ενίοτε κρύβεται κάτω από τα φουστάνια της ελευθερίας.


3. Η δεκαετία του ’80

Η μελέτη της δεκαετίας του ’80 μόνο αμηχανία μπορεί να προκαλέσει σήμερα. Ο λόγος είναι πως οι πάντες εκείνη την περίοδο δείχνουν αισιόδοξοι για κάποιο λόγο που κανείς ακόμα δεν έχει καταλάβει: Η κομουνιστική Αριστερά, με όλα τα πλήγματα που έχει δεχτεί, στροβιλίζεται μακαρίως στη δίνη των αλλαγών που συντελούνται στην ΕΣΣΔ, αναμένοντας μια νέα «έλευση», ανάλογη με αυτή του ’17. Οι φιλελεύθερες και νεοσυντηρητικές αντιλήψεις ανακτούν ύστερα από πολλές δεκαετίες έδαφος σε όλα τα πεδία. Η «κυβερνώσα» Αριστερά έχει σχεδόν κατακτήσει τη βασιλεία του Θεού επί της γης, μέσω κάποιου χιλιαστικού «τρίτου δρόμου». Η ψυχροπολεμική απειλή φαίνεται να υποχωρεί. Παράλληλα, η παραδοσιακή αποικιοκρατία κλείνει οριστικά τον κύκλο της, μαζί της και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που τροφοδοτούσαν τα όνειρα της νεολαίας στη μεταπολεμική Δύση. Παρά τα ανησυχητικά σημάδια (δύο τουλάχιστον χρηματοοικονομικές κρίσεις, αύξηση της ανεργίας, διείσδυση νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων σε όλο σχεδόν το φάσμα του πολιτικού κόσμου, πείνα σε εκτεταμένα τμήματα της περιφέρειας), υπάρχει μια σιωπηρή όσο και ένοχη συμφωνία πως το καίριο πρόβλημα της επιβίωσης –και όχι μόνο– έχει λυθεί οριστικά για το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης στη Δύση.
Είναι ακριβώς αυτή η διάχυτη παραδοχή που θα οδηγήσει σε σημαντικές ανακατατάξεις στο χώρο των κοινωνικών διεκδικήσεων, και ειδικότερα στις πλαισιακές αξιώσεις των κινημάτων: όσα κατ’ όνομα κομουνιστικά κόμματα ευαγγελίζονται ακόμα την κοινωνική ανατροπή φαίνεται να μην πιστεύουν στα ίδια τους τα λόγια· τα συνδικάτα, όπου δεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σοσιαλδημοκρατικής κρατικής μηχανής, αναδεικνύουν μια κουλτούρα συνεννόησης με τους «κοινωνικούς εταίρους» (sic)· η επιρροή της «επαναστατικής» Αριστεράς, όπως αυτή διαμορφώθηκε τις δύο προηγούμενες δεκαετίες σε τμήματα της εργατικής τάξης και της φοιτητικής νεολαίας, κυριολεκτικά εξανεμίζεται.
Παράλληλα, από την πλευρά των κινημάτων πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο οι αναφορές στην «αλλοτρίωση» και στην «αποξένωση» στις σύγχρονες μητροπόλεις, οι πολιτισμικές ενστάσεις ενάντια στην «καταναλωτική κοινωνία» κ.λπ. Κυρίως, όμως, μετασχηματίζεται ο ριζοσπαστικός λόγος. Νέα επαναστατικά υποκείμενα αναζητούνται στις μειονότητες, στο κοινωνικό περιθώριο, στους φορείς της αντικουλτούρας[6]. Είναι η εποχή της ανόδου ενός νεοπαγούς αναρχικού χώρου με σαφείς καταβολές στην Αυτονομία, που όμως διαφοροποιείται ριζικά από προηγούμενες αναρχοκομουνιστικές (εργατικές ή αγροτικές) παραδόσεις. Η συνθηματολογία, τα έντυπα, ο ευρύτερος λόγος των οργανώσεων (ή καλύτερα του «χώρου») αναλώνονται σε γενικόλογες ηθικές προτάσεις, που δηλώνουν περισσότερο μια στάση ζωής και έκφρασης παρά προκρίνουν κάποιον, έστω αόριστο, συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό. Όσο για τα όρια της «τακτικής» με τη «στρατηγική», αυτά σαφώς δεν παραβιάζονται, αφού οι συγκεκριμένες έννοιες είτε είναι ανύπαρκτες είτε νοηματοδοτούνται με εντελώς ιδιόμορφο τρόπο. Για την ακρίβεια, φαίνεται πως ακόμα και η έννοια της μαζικοποίησης ως αναγκαίας προϋπόθεσης για να καταχωριστεί μια δράση ως κινηματική περνά σε δεύτερη μοίρα.
Εδώ η κουκούλα παίζει καθοριστικό ρόλο, εκφράζοντας αφενός μια γενική θέση ταυτότητας («ή με τις κουκούλες ή με τις γραβάτες») και δημιουργώντας αφετέρου μια αυτονομημένη, ατομική σφαίρα δράσης μέσα στην ίδια τη συλλογικότητα. Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από απλή αδιαφορία προς το εργαλειακά πολιτικό, όπως το θέτει ο Αλμπέρτο Μελούτσι (Alberto Melucci)[7]. Μπορούμε ίσως να μιλήσουμε για μια ολοκληρωτική σχάση ανάμεσα στο άτομο και τη συλλογικότητα που το περικλείει. Αυτή η αντίληψη, με εμφανείς καταβολές στη φαινομενολογία και στις ψυχαναλυτικές θεάσεις του πολιτικού, εξακολουθεί ως τις μέρες μας να εξωθεί στα όριά της μια (οντολογική) κουβέντα γύρω από τα κινήματα και τις δράσεις τους. 
Σε κάθε περίπτωση, από τη δεκαετία του ’80 και μέχρι το ξέσπασμα της πρόσφατης κρίσης, η απόκρυψη του προσώπου, σε συνδυασμό με τη βίαιη δράση, θα ταυτιστεί σχεδόν αποκλειστικά με εκφάνσεις του αναρχικού χώρου, μεταμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό και τη σύνολη φυσιογνωμία του. Πάντως, το όλο φαινόμενο φαίνεται να εντάσσεται στην κανονικότητα μιας «βουβής» δεκαετίας. Τουλάχιστον στα ελληνικά πράγματα οι «γνωστοί-άγνωστοι» της δημοσιογραφικής αργκό έχουν το χώρο τους μέσα στην πόλη και την ορισμένη θέση τους στην «ουρά» συνήθως της πορείας. Η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί τα κατά καιρούς «επεισόδια» μάλλον ως τελετουργικά δρώμενα. Ένα κομμάτι της Αριστεράς αρκείται σε πανομοιότυπες και χλιαρές ανακοινώσεις περί προβοκατόρων που εξυπηρετούν κάποιον (ποιον;) σκοτεινό σκοπό. Ένα άλλο κομμάτι της χαμογελά συγκαταβατικά, όσο και αυτάρεσκα, λόγω κυρίως της καινοφανούς κουλτούρας «ανοχής» που φαίνεται να επιδεικνύουν οι δυνάμεις καταστολής του παπανδρεϊκού σοσιαλισμού («Αρκουδέα, είσαι ιδέα»). Η δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Καλτεζά στα «καθιερωμένα επεισόδια» του ’85 αποτελεί μεμονωμένο και ατυχές περιστατικό. Ασφαλώς, κάθε θύμα των δυνάμεων της τάξης αποτελεί μεμονωμένο και ατυχές περιστατικό.
4. Keffiyeh

Βέβαια, δε θα μπορούσαμε να κλείσουμε την ενότητα του ’80 χωρίς αναφορά στις ενδυματολογικές επιρροές της εποχής. Τα έιτις δεν έφεραν μόνο τις βάτες και τα στρας στις ντίσκο. Το επαναστατικό βεστιάριο όχι μόνο θα εμπλουτιστεί, αλλά και θα γίνει για πρώτη ίσως φορά δηλωτικό των διαφορετικών ιδεολογικο-πολιτικών αποχρώσεων του κινήματος. Οι σκουρόχρωμες ενδυματολογικές προτιμήσεις της Αυτονομίας και η πανκ αντικουλτούρα θα οριοθετήσουν τις πιο «συγκρουσιακές» ομάδες. Κοινή συνισταμένη αποτελεί βέβαια η «κουφίγια» (κατά κόσμον «παλαιστινιακή μαντίλα»). Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως η κουφίγια θα σημάνει για το ελληνικό νεολαιίστικο κίνημα της εποχής ό,τι περίπου σήμαινε η τραγιάσκα για το εργατικό κίνημα του Μεσοπόλεμου.
Η κουφίγια (keffiyeh, kufiya, chafiye) είναι ένα παραδοσιακό ενδυματολογικό αξεσουάρ του αραβικού κόσμου. Πρόκειται για ένα τετράγωνο βαμβακερό κροσσωτό ύφασμα με κυματοειδή καρό ή ριγέ σχέδια, συνήθως στις αγαπημένες πράσινες αποχρώσεις του Προφήτη. Λόγω του μεγάλου μεγέθους της (τουλάχιστον 1,5 x 1,5 μ.) είχε πολυλειτουργικό ρόλο στο σκληρό κλίμα της Μέσης Ανατολής.
 Στη Δύση, και ειδικότερα στην Ελλάδα, θα διαδοθεί μέσω του παλαιστινιακού απελευθερωτικού αγώνα, παραπέμποντας ευθέως στους τρομερούς Φενταγίν των αραβικών ένοπλων οργανώσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το παλαιστινιακό είναι από τα πλέον διαρκή απελευθερωτικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας, του οποίου η αίγλη δε θα κοπάσει μετά το ’91, αλλά θα ανανεωθεί μέσω της Ιντιφάντα. Τα αδύνατα μελαχρινά παιδιά με τα καλυμμένα πρόσωπα, που απαντούν στα τανκς με σφεντόνες στα σοκάκια της Γάζας ή της Ιερουσαλήμ, πυροδοτούν ποικίλους παραλληλισμούς όχι μόνο σε συμβολικό-συναισθηματικό επίπεδο, αλλά και σε τακτικό. Η κουφίγια διατηρεί ως τις μέρες μας τη δημοτικότητά της για διάφορους λόγους: Αφενός, μπορεί να καλύπτει αποτελεσματικά ολόκληρο το κεφάλι και, λόγω της απορροφητικότητάς της (σε συνδυασμό με βρεγμένο βαμβάκι στη μύτη), αποτελεί μια πρώτη λύση απέναντι στα δακρυγόνα. Αφετέρου, οι δαιμόνιοι Έλληνες αστυνομικοί δεν έχουν βρει ακόμα τρόπο να συλλάβουν κάποιον προληπτικά μόνο και μόνο επειδή φορά ένα φουλάρι στο λαιμό…


5. EZLN: Οι άνθρωποι δίχως πρόσωπο

Η απόκρυψη των χαρακτηριστικών δε συνιστά άγνωστη πρακτική για τις αντάρτικες οργανώσεις της Λατινικής Αμερικής. Σε μια ήπειρο όπου εδώ και δεκαετίες τα τάγματα θανάτου αποτελούν οργανικό τμήμα της κρατικής μηχανής είναι μάλλον αναμενόμενο. Ωστόσο, υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι που μας υποχρεώνουν να σταθούμε στο (νεο-) ζαπατιστικό κίνημα. Ο πρώτος σχετίζεται με τη χρονική συγκυρία που κάνει την εμφάνισή του. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το τηλεοπτικό κοινό στη Δύση παρακολουθεί στους δέκτες του έναν περίεργο στρατό ιθαγενών με αυτοσχέδιο οπλισμό και εξαρτύσεις, με αμπέχονα, ινδιάνικες φορεσιές και κουκούλες, να κατηφορίζει από τα βουνά της επαρχίας Τσιάπας προς την πρωτεύουσά της Σαν Κριστομπάλ, απειλώντας να φτάσουν ως την Πόλη του Μεξικού.
Το θέαμα ήταν αρκούντως υποβλητικό, ώστε να δώσει από πολλές απόψεις μια ανάσα στον κόσμο της Αριστεράς, η οποία τελούσε υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης και πρωτοφανούς ιδεολογικής τρομοκρατίας. Η εικόνα με τα σημαινόμενά της παρέπεμπε σε μια ξεχασμένη, σχεδόν μυθική εποχή, που θάφτηκε κάτω απ’ τα ερείπια του βερολινέζικου τείχους. Ίσως, λοιπόν, η ιστορία να μην ήταν καταδικασμένη να τελειώσει στις μινιμαλιστικές τραπεζαρίες των κεφαλαιαγορών.
Το δεύτερο στοιχείο που αφορά πιο άμεσα το μορφικό μας ζητούμενο είναι ότι για πρώτη φορά γίνεται ρητή αναφορά (σχεδόν εν είδει μανιφέστου) στη χρήση της κουκούλας. Εξάλλου, η φωτογραφία του Μάρκος κοσμεί τα περισσότερα κείμενα υπεράσπισης των τακτικών που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τις κουκούλες. Τα ίδια κείμενα αναπαράγουν μάλλον πανομοιότυπα κομμάτια από τις διακηρύξεις της Σέλβα Λακαντόνα[8], αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Μάρκος, οτιδήποτε τέλος πάντων μπορεί να συγκροτήσει μια «δημοκρατία της πασαμοντάνια[9]» στα βασικά της σημεία:

  • Πίσω από την ανωνυμία της κουκούλας είναι όλοι ίσοι.
  • Ο Μάρκος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε και ο καθένας μπορεί να είναι ο Μάρκος.
  • Η πασαμοντάνια αφαιρεί οποιοδήποτε κατόρθωμα από τον Μάρκος (προσδίδοντάς του έτσι την κατά Α. Μπαντιού (Α. Badiu) κύρια νεοτερική ιδιότητα, αυτή του άγνωστου στρατιώτη). Αντίθετα, η μάσκα ξεχώριζε τον αριστοκράτη Ζορό από την πλεμπάγια και παραπέμπει σε σαφώς προνεοτερικές διηγήσεις[10].
  • Όποιος κι αν είναι ο Μάρκος φέρει τον τίτλο του subcomandante, σε προφανή συμβολική συνέχεια/αντιδιαστολή με το διάσημο Comandante. Έτσι, έχουμε μια (τουλάχιστον φαινομενικά) αναθεώρηση των ιεραρχικών αντιλήψεων μέσα στον πλέον καθαρό τύπο της σκληρής δομής, αυτόν του στρατιωτικού σώματος. Εξάλλου, ένα σύνολο τελετουργιών βουβής νοηματικής γλώσσας και «ανοιχτών» οργανωτικών σχέσεων ανάμεσα στον πυρήνα του EZLN, στις υπόλοιπες οργανώσεις και στους χωρικούς «κουμπώνει» με τις χαλαρές δομές που προτάσσουν εν πολλοίς οι επιταγές μιας (επινοημένης;) μετανεοτερικότητας.

Τα παραπάνω σημεία, φιλτραρισμένα από την αφήγησή μας, συγκροτούν τον τόπο συνάντησης της θεωρητικής, πολιτικής και ιστορικής υπεράσπισης του «κουκουλοφόρου». Τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται μέσω μιας αυθαίρετης μεταφοράς, η οποία παραγνωρίζει τις γεωγραφικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που γέννησαν τον EZLN. Δεν είναι λίγοι οι αναρχικοί και οι εξ αριστερών επικριτές του νεο-ζαπατιστικού κινήματος που καταλογίζουν στον Μάρκος σωρεία κατηγοριών: από πολιτική ασάφεια και συναλλαγή ως εκμετάλλευση, φετιχισμό, προσωπολατρία, ακόμα και απάτη[11]. Οφείλουμε να στεκόμαστε με σκεπτικισμό μπροστά σε αυτές τις κατηγορίες, όχι τόσο για την πραγματική τους βάση, όσο για τη διαζευκτική διατύπωσή τους.
Το μόνο σίγουρο είναι πως υπάρχει μια προφανής απόσταση ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό της εικόνας και στα εκπεφρασμένα όρια του κινήματος. Ο ίδιος ο Μάρκος φαίνεται να «παίζει» με αυτή την απόσταση για να εισβάλει από τις ινδιάνικες καλύβες στα μεγαλοαστικά σαλόνια του Μέξικο Σίτι και στις γειτονιές των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Ο αποσπασματικός, ποιητικός, σχεδόν μυστικιστικός του λόγος[12] θα περάσει από τα τηλεοπτικά πλατό και τους διαδικτυακούς δρόμους, θα τραγουδηθεί από τον Μανού Τσάο και θα γίνει σημείο αναφοράς του νεοπαγούς «αντιπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος. Σε αυτή την περίπτωση, η κουκούλα, εκτός από το πρόσωπο, κρύβει και σωρεία ετερόκλητων όσο και αντικρουόμενων παραδόσεων. Ιθαγενικές, σοσιαλιστικές, αστικοδημοκρατικές και αναρχοσυνδικαλιστικές αναφορές καλύπτουν σε δεδομένο χρόνο κάθε «γούστο». Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πού ακριβώς η φράση ξεπερνά το περιεχόμενο και πού το εξαϋλώνει. Όπως και να ’χει, ο subcomandante θα μπει φορώντας την πασαμοντάνια του και καπνίζοντας την πίπα του στη Βαλχάλα της κινηματικής μυθολογίας.  


6. Παγκοσμιοποίηση και κινήματα τις δύο τελευταίες δεκαετίες

Είναι δύσκολο πια να θυμηθεί κανείς πόσο κράτησαν οι πανηγυρισμοί για τη νίκη της δημοκρατίας επί του ολοκληρωτισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ίσως επειδή από την επόμενη κιόλας μέρα φάνηκε πως το «παγκόσμιο χωριό» δε θα είναι ακριβώς ένας ενιαίος χώρος ειρήνης, ασφάλειας και πολιτισμικών ανταλλαγών, αλλά ένα πεδίο αμέτρητων τοπικών συρράξεων και πείνας στην περιφέρεια, αυξανόμενης φτώχειας και καταστολής στο κέντρο.
Οι κοινωνικές αντιδράσεις δε θα αργήσουν να φανούν και από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 θα αποκτήσουν όλο και πιο δυναμική έκφραση. Για πρώτη ίσως φορά μετά από πολλές δεκαετίες, οι «θεσμικοί» κινηματικοί μηχανισμοί μοιάζουν να παραχωρούν τη θέση τους σε νέες οργανωτικές μορφές και σχήματα. Οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις, απαξιωμένες πια, περνούν σε δεύτερο πλάνο, ενώ τα εναπομείναντα αριστερά και κομουνιστικά κόμματα, εξουθενωμένα από την ιστορική συγκυρία, βρίσκονται μάλλον σε τροχιά εσωτερικών διεργασιών και ανασυγκρότησης. Είναι προφανές πως το παιχνίδι πλέον το κερδίζει (τουλάχιστον σε οπτικό-επικοινωνιακό επίπεδο) μια «πολύχρωμη» πλειάδα οργανώσεων και δικτύων, που στην πλειονότητά τους πληρούν τα γνωρίσματα των «νέων κινημάτων», ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Εδώ τα προσωπεία θα αποκτήσουν και μια άλλη διάσταση. Συνυφασμένα με νέες ευφάνταστες δράσεις, όπως το αυτοσχέδιο θέατρο δρόμου, οι μπάντες και οι πρωτότυπες μασκαράτες, αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της διαδήλωσης ή της διαμαρτυρίας. Επίσης, η δραματουργική χρήση της μάσκας και της μεταμφίεσης θα γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στα μονοθεματικά (κυρίως τα οικολογικά) κινήματα.
Δε γνωρίζουμε αν θα πρέπει να εντάξουμε σε αυτή την κατηγορία των δρώμενων τη μάσκα του Γκάι Φοκς, που κοσμεί τους Anonymous και το Occupy Wall Street τα τελευταία χρόνια. Ίσως αυτό το θέμα να χρήζει πιο εξειδικευμένης μελέτης λόγω της ιδιαίτερης σχέσης του με τον κινηματογράφο και το Διαδίκτυο. Εξάλλου, το έντονα αταβιστικό στοιχείο που διακρίνει το φαινόμενο εμπίπτει μάλλον στο χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και ψυχολογίας[13].
Το κύριο στοιχείο ωστόσο που διακρίνει την περίοδο αυτή είναι η μαχητικότητα και η μαζική χρήση βίας. Από τον «αιφνιδιασμό» του Σιάτλ ως τη Γένοβα, κινήματα και δράσεις φαίνεται να αναζητούν απεγνωσμένα μια μικρή «νίκη» στους δρόμους, μια πρώτη απάντηση στο νεοφιλεύθερο οδοστρωτήρα που αλλάζει άρδην τα «κεκτημένα» πλαίσια της μεταπολεμικής καθημερινότητας στην ανεπτυγμένη Δύση. Έτσι, παρά τις νέες, χαλαρές οργανωτικές δομές που επικρατούν, οι διαδηλώσεις ενάντια και με αφορμή τις κατά καιρούς συναντήσεις των G8 (αργότερα G12 και G20) πλαισιώνονται από ολόκληρα σχέδια μάχης, που περιλαμβάνουν τακτικούς ελιγμούς στους δρόμους, καθορισμούς στόχων και συνεννοήσεις ανάμεσα σε οργανώσεις και δίκτυα. Εδώ συντελείται μια ριζική μεταμόρφωση τόσο στο ενδυματολογικό μέρος, όσο και στον εξοπλισμό των κινηματικών υποκειμένων. Οι μαξιμαλιστικές πρακτικές προτεραιότητες των δράσεων και τα νέα τεχνολογικά δεδομένα της αυξανόμενης καταστολής θα φέρουν στο προσκήνιο αυτοσχέδιες ασπίδες, κράνη, αντιασφυξιογόνες μάσκες, περικνημίδες, σφεντόνες, ακόμα και… σάρισες (!) και, βέβαια, το απαραίτητο σακίδιο με κάθε είδους πυρομαχικά.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι νέες αυτές πρακτικές δεν αφορούν μόνο τον αντεξουσιαστικό χώρο, αλλά μια σειρά οργανώσεων, δικτύων και συλλογικοτήτων. Εξάλλου, ο γενικόλογος (και μάλλον σαχλός) όρος «ακτιβιστής» θα μπει στην ημερήσια δημοσιογραφική διάταξη αυτή ακριβώς την περίοδο. Παράλληλα, σε πρώτο πλάνο βρίσκεται το «black block», το οποίο θα συμμετάσχει στις κινητοποιήσεις με αυτονομημένη τις περισσότερες φορές τακτική. Πρόκειται για ένα μάλλον «αόρατο» παρά «χαλαρό» δίκτυο, με σαφή αναρχικό προσανατολισμό, που συγκεντρώνει άτομα ή ομάδες του χώρου υπό τη σημαία μιας συγκεκριμένης σιτουασιονιστικής πρακτικής.
Βέβαια, πέρα από τις κινηματικές ανάγκες, το βεστιάριο της εποχής θα επηρεαστεί καθοριστικά από την underground κουλτούρα του δρόμου, ιδίως της hip hop σκηνής. Οι ζακέτες με τις καπουτσίνικες κουκούλες, οι φαρδιές παντελόνες και τα αθλητικά παπούτσια συνυπάρχουν με μιλιταριστικές ενδυματολογικές αναφορές και την πασαμοντάνια του Μάρκος. Με τη συνακόλουθη φθορά του «αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος» (τουλάχιστον στη διεθνική οργανωτική του βάση) εμφανίζονται και τα προβλήματα που απασχολούν ως σήμερα τις κινηματικές δράσεις. Το γεγονός ότι για πρώτη ιστορικά φορά η απόκρυψη του προσώπου χρησιμοποιείται για διάφορους λόγους σε μαζικό επίπεδο, πέραν ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, σε συνδυασμό με τα «riots» που παίρνουν σταδιακά τη θέση των προσανατολισμένων στόχων, δημιούργησε περιπλοκές τόσο στις επιχειρησιακές τακτικές των κινημάτων, όσο και στις επικοινωνιακές δυνατότητές τους. Δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτή η κύρια αιτία της φθίνουσας πορείας ή της μετάλλαξης του «αντιπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος, ωστόσο συνδέεται άμεσα με το αντικείμενό μας. Στο θέμα θα επανέλθουμε αργότερα.


Made in Greece

Οι Έλληνες αγαπούν τις αφηγήσεις. Ο αστός, ο ρεμπέτης και ο Καραγκιόζης κατέχουν τη δική τους περίοπτη θέση στις λαογραφικές και κοινωνιολογικές βιβλιοθήκες. Ο «κουκουλοφόρος» δεν είχε ως τώρα αυτή την τιμή. Μόλις μετά το Δεκέμβρη του ’08 και με αφορμή το νόμο Δένδια[14], άρχισαν να εμφανίζονται κάποια άρθρα αναφορικά με την εν Ελλάδι ιστορία της κουκούλας. Τα περισσότερα από αυτά είτε προχωρούν σε νοηματικές αυθαιρεσίες, συνδέοντας το σύγχρονο κουκουλοφόρο με τη μορφή του δήμιου και του κατοχικού δωσίλογου[15], είτε αναζητούν με μελοδραματικό ύφος εκείνες τις αναφορές που τροφοδοτούν το φαντασιακό του κινήματος με ιστορίες για ανυπότακτους επαναστάτες που βρίσκονται σε υπαρκτική σύγκρουση με γραφειοκράτες και καταχθόνιους καθοδηγητές[16]. Και οι δύο απόψεις χαρακτηρίζονται από ταυτοτική ακινησία και επιλεκτικότητα, ψάχνοντας ή επινοώντας εκείνα τα στοιχεία που εκ των υστέρων πλαισιώνουν μια ιδεολογικο-πολιτική στάση.
Έτσι, ο δωσίλογος δεν μπορεί να συνδεθεί (ούτε καν ενδυματολογικά[17]) με τον καθ’ ημάς κουκουλοφόρο, ακόμα και στην περίπτωση που ο τελευταίος είναι εντεταλμένος προβοκάτορας (στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αργότερα). Ούτε βέβαια η εν είδει συνθήματος ρήση «Οι αγωνιστές δεν κρύβουν ποτέ τα πρόσωπά τους» έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Οι αγωνιστές (συμπεριλαμβανομένων των κομουνιστών) μπορούν κάλλιστα να αλλοιώνουν ή να κρύβουν τα πρόσωπά τους. Από την άλλη, το γεγονός ότι σε όλους τους τόπους και χρόνους οι επαναστάτες μπορεί ενδεχομένως να κρύψουν το πρόσωπό τους σε καμία περίπτωση δεν ερμηνεύει, δικαιολογεί ή σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με τις σημερινές αξιακές και πολιτικές πλαισιώσεις του φαινομένου[18].

Όπως είδαμε μόλις εσχάτως, έγιναν κάποιες απόπειρες να γραφτεί μια «ιστορία της κουκούλας». Οι περισσότερες από αυτές εκκινούν από τη μαρτυρία του Στέργιου Κατσαρού, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Εγώ ο Προβοκάτορας, ο Τρομοκράτης – Η Γοητεία της Βίας[19]. Σύμφωνα με το συγγραφέα, άντρες του ΕΛΑΝ Στυλίδας παρέλασαν φορώντας μαντίλια στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια του ’46. Ακόμα, μας λέει πως την περίοδο των Ιουλιανών ένα πλήθος νεολαίων φορούσαν μαντίλια για να κρυφτούν τόσο από την Αστυνομία, όσο και από τους καθοδηγητές τους. Έχουμε αρκετούς λόγους για να αντιμετωπίζουμε με δυσπιστία αυτή την πληροφορία[20].
Η πολιτική ιστορία της κουκούλας στην Ελλάδα (σε οποιαδήποτε μορφή της και για οποιονδήποτε λόγο) δεν πηγαίνει πιο πίσω από τη δεκαετία του ’80, ενώ συνδέεται άρρηκτα με τον αντεξουσιαστικό χώρο και την Αυτονομία, ακολουθώντας με κάποια μικρή καθυστέρηση τις τάσεις που εκδηλώνονται την ίδια περίοδο στην Ευρώπη. Έτσι, η συγκέντρωση εκατό αναρχικών την Πρωτομαγιά του ’77 αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη μαζική εμφάνιση κουκουλοφόρων στους δρόμους της Αθήνας[21]. Έχουμε ήδη δώσει το περίγραμμα του φαινομένου κατά τη δεκαετία του ’80. Αρκεί να συμπληρώσουμε ότι μια από τις βασικές αιτιάσεις που συνοδεύουν τη χρήση της κουκούλας αυτή την εποχή είναι η αυτοπροστασία ενός πολιτικού χώρου «ειδικών απαιτήσεων». Δεν ξέρουμε βέβαια αν ένα κομμάτι ύφασμα μπορεί να καλύψει ή να σύρει μία ώρα αρχύτερα στα δικαστήρια ένα χώρο που αριθμητικά και χωρικά είναι απόλυτα εντοπισμένος από τα κρατικά όργανα. Εξάλλου, η χρήση της κουκούλας όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά εντάθηκε με τη μαζικοποίηση του χώρου και την υιοθέτηση βίαιων τακτικών από ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές ομάδες κατά τη δεκαετία του ’90 και κυρίως κατά τα τέλη αυτής του 2000.
Μια ερμηνεία για την εργαλειακή χρήση της κουκούλας είναι αυτή που τη θέλει να συμβαδίζει με την αυξανόμενη ικανότητα της κρατικής μηχανής να αξιοποιεί την τεχνολογία οπτικοακουστικής καταγραφής. Παρόμοιες αστυνομικές διατάξεις και ρυθμίσεις υπάρχουν ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60[22]. Ωστόσο, τόσο οι τεχνικές δυνατότητές της, όσο και η μαζικότητα του κινήματος τις καθιστούσαν μάλλον ελάσσονος σημασίας. Αντίθετα, ήδη από τη δεκαετία του ’90 η προκλητική χρήση της κάμερας από την πλευρά των οργάνων της τάξης σε όλες σχεδόν τις κινητοποιήσεις, καθώς και οι πρώτες συλλήψεις με βάση το υλικό αυτό, θέτουν σε πιο σοβαρή βάση την αναγκαιότητα της απόκρυψης.
Για τον αναρχικό χώρο, θα αποτελέσουν σταθμό τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του ’95. Η ιδιωτική τηλεόραση, έχοντας προκαλέσει ήδη «επανάσταση» στο χώρο των ΜΜΕ, αναμεταδίδει εν είδει τριήμερου σόου «σκηνές που κόβουν την ανάσα» από την κατάληψη, καθώς και τη σύλληψη πεντακοσίων περίπου «νεαρών», εστιάζοντας στα πρόσωπά τους. Ο διασυρμός και ο στιγματισμός των συλληφθέντων και των οικογενειών τους στον εργασιακό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό περίγυρο δοκίμασε τα όρια μιας κατακρεουργημένης δεοντολογίας.
Περαιτέρω, η εξάπλωση της οπτικοακουστικής τεχνολογίας (μέσω κινητών τηλεφώνων, μίνι καμερών κ.λπ.) θα δημιουργήσει μια εντελώς νέα διάσταση όσον αφορά το ζήτημα των προσωπικών δεδομένων. Ο καθένας μπορεί να απαθανατίσει με πρωτοφανή ευκρίνεια πρόσωπα και καταστάσεις. (Πολλές βραβευμένες ιστορικές φωτογραφίες ωχριούν μπροστά στη δυναμική των ερασιτεχνικών εικόνων από τις πρόσφατες διαδηλώσεις.) Το πρόβλημα πλέον είναι ότι το υλικό δεν ακολουθεί την ευθύγραμμη πορεία έκνομος → κράτος, αλλά διαχέεται στην αγοραία ιδιωτική σφαίρα, γίνεται ακόμα και βάση για στοχοποίηση σε έναν ιδιόμορφο διαδικτυακό πόλεμο, που ανοίγει κυρίως ανάμεσα σε αναρχικές σέχτες και ακροδεξιά μορφώματα.
Ωστόσο, ούτε και τα νέα επικοινωνιακά δεδομένα αρκούν για να ερμηνεύσουν τη μαζικότερη χρήση της κουκούλας τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Εξάλλου, οι εικόνες «ακάλυπτων» προσώπων που συγκρούονται με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς είναι ίσως χιλιάδες και προφανώς θα αυξάνονται προϊούσης της κρίσης. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Αστυνομία συλλαμβάνει όποιον θέλει, όπου θέλει και όπως θέλει, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Οι στόχοι της προφανώς υπερβαίνουν τη στοιχειοθέτηση μιας κατηγορίας.
Μιλήσαμε ήδη για την απότομη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων στρωμάτων της Δυτικής κοινωνίας με την έλευση του μετασοβιετικού νεοφιλελευθερισμού. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση θα οδηγήσει σε βίαιες μορφές πάλης, που ήταν μάλλον αδιανόητες τη δεκαετία του ’80 για πολλά κόμματα και οργανώσεις πέραν του αναρχικού χώρου. Το κράνος και το στειλιάρι εν είδει σημαίας (με το κόκκινο πανάκι στην άκρη) θα λειτουργήσει (αρχικά από την ΚΝΕ και αργότερα από τα περισσότερα αριστερά σχήματα) ως μέσο κάθαρσης από τον comme il faut ρεφορμισμό των προηγούμενων χρόνων. Το ζήτημα θα αποκτήσει μια περαιτέρω επιπλοκή με την αυξανόμενη ένταση ανάμεσα σε οργανώσεις της Αριστεράς (κυρίως του ΚΚΕ) και άγνωστης προέλευσης κουκουλοφόρους. Αυτή η ένταση θα ξεφύγει από την παραδοσιακή (και εν μέρει αποδεκτή) «κλοτσοπατινάδα» των ενδοφοιτητικών διενέξεων. Οι κατά καιρούς επιθέσεις με παραστρατιωτικό εξοπλισμό (μαχαίρια, μολότοφ, ασφυξιογόνα, κλομπ και… τσεκούρια) ενάντια σε στόχους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούν κομμάτια του κινήματος θα πυροδοτήσουν εκ νέου μια παθιασμένη αντιπαράθεση σχετικά με την «ταυτότητα», τους «σκοπούς» και το «ήθος» του κουκουλοφόρου.

  
Ποιοι είναι οι κουκουλοφόροι; Όψεις του φαινομένου στην Ελλάδα της κρίσης

Ποιοι είναι εντέλει οι «απρόσωποι άνθρωποι» που κυριολεκτικά επαναπροσδιόρισαν τις πρακτικές τουλάχιστον προτεραιότητες των κινηματικών δράσεων στην Ελλάδα της κρίσης; Οι απαντήσεις εξαντλούνται σε εύκολα αθροίσματα πολιτικών, ψυχολογικών ή και επαγγελματικών ιδιοτήτων, που συμβολίζονται ή κρύβονται πίσω από την κουκούλα, το μαντίλι και το κράνος. Έτσι, κατά το νόμο, σχεδόν όλοι όσοι συμμετείχαν στις πρόσφατες κινητοποιήσεις ήταν δυνάμει κουκουλοφόροι, εφόσον σχεδόν όλοι αναγκάστηκαν να προστατευτούν με κάποιο τρόπο από τη χημική πανδαισία της ΕΛΑΣ. (Ήδη έχουν καταγραφεί οι πρώτες, βάσει νόμου, προληπτικές προσαγωγές για κατοχή αντιασφυξιογόνας μάσκας.)

Για ένα κομμάτι της Αριστεράς οι κουκουλοφόροι είναι κυρίως ένα συνονθύλευμα «μπαχαλάκηδων», αναρχικών και παρακρατικών. Με αυτό τον τρόπο όμως παραβλέπει και αποκλείει από την οπτική της το στοιχείο της αυθόρμητης, μαζικής και μοναχικής συνάμα δράσης, που αποτέλεσε σημαντικότατο παράγοντα στις πρόσφατες εξελίξεις. Ένα άλλο, σαφώς πιο «ευλύγιστο» και επικοινωνιακό κομμάτι της αρκούνταν στο να παρακολουθεί τις εξελίξεις, υιοθετώντας κατά περίπτωση πότε τον καταγγελτικό λόγο και πότε ηθικολογικές προτάσεις περί δικαιωμάτων και εξεγερτικού δικαίου.
Μια μερίδα του αναρχικού χώρου αναλαμβάνει να συγκεντρώσει, να ομογενοποιήσει και εντέλει να «εκπροσωπήσει» (όσο αυτό είναι δυνατόν) τα κίνητρα, τις πρακτικές και τις ιδιότητες του «κουκουλοφόρου». Σε ομώνυμο έντυπο της Θεσσαλονίκης, διαβάζουμε ποιοι είναι οι κουκουλοφόροι των «Δεκεμβριανών»: «…οι μαθητές, οι φοιτητές, οι αναρχικοί, οι εργαζόμενοι, οι μετανάστες, οι χουλιγκάνοι, οι συνειδητοί επαναστάτες, οι λούμπεν προλετάριοι, όλοι αυτοί και όλες αυτές με τις ξεχωριστές τους ιδιότητες, χωρίς καθόλου ιδιότητες ή με όλες τις ιδιότητες μαζί …»[23]. Το συγκεκριμένο απόσπασμα (αντιπροσωπευτικό πολλών κειμένων του χώρου) παρατάσσει με παραληρηματικό σχεδόν τρόπο κοινωνικές τάξεις, ομάδες και ατομικότητες ως υποκείμενα μιας επανάστασης που κανείς δεν ξέρει αν έχει κηρυχτεί και κανείς δεν ξέρει αν περιλαμβάνει διακηρύξεις. Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε ότι αυτή η τυπολογία φωτογραφίζει με σχετική πιστότητα τις θεωρητικές και ψυχολογικές καταβολές του φαινομένου. Από τον παραπάνω κατάλογο λείπουν βεβαίως οι περσόνες του «ασφαλίτη» και του «Χρυσαυγίτη», που αναμφίβολα επανδρώνουν σε μεγάλους αριθμούς τις τάξεις των κουκουλοφόρων. Αποτελούν όμως κι αυτοί αναπόσπαστο μέρος μιας γενικευμένης κατάστασης απροσδιοριστίας που συνοδεύει την κουκούλα και τους συμβολισμούς της.


Προβοκάτορες, πρωτοπόροι, ηθικολόγοι

Η κατηγορία της προβοκάτσιας έχει πλανηθεί σαν φάντασμα πάνω από τα περισσότερα ιστορικά γεγονότα που σηματοδότησαν τους κοινωνικούς και όχι μόνο αγώνες. Ο λόγος είναι απλός. Ποτέ κανείς δε θα μάθει με ποιον ακριβώς τρόπο και σε ποια έκταση ο ταξικός, πολιτικός ή εθνικός «εχθρός» προσδιόρισε τις πράξεις του αντιπάλου του, ώστε να οδηγήσουν σε ένα επιθυμητό γι’ αυτόν αποτέλεσμα. Έτσι, η έννοια της προβοκάτσιας κρίνεται συνήθως εκ των υστέρων και διά του αποτελέσματος. Κανείς δε σκέφτηκε μέχρι στιγμής να καταγγείλει την αναμφισβήτητα προβοκατόρικη ενέργεια του Θεμιστοκλή που οδήγησε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αντίθετα, μια σειρά από κινηματικές ήττες (συμπεριλαμβανομένου του «δικού μας» Εμφυλίου) θα καταχωριστούν ως προβοκάτσιες και θα αποδοθούν στον τυχοδιωκτισμό προβοκατόρων. Σε κάθε περίπτωση, η προβοκάτσια κινείται στις σκιές. Εν πολλοίς, οι σκιές καλύπτουν ακόμα και την καθαρότητα της σχέσης «νίκης-ήττας», ειδικά στους μακροπερίοδους χρόνους που διατρέχουν τα κινήματα.
Οι κρατικοί μηχανισμοί αξιοποιούν ίσως καλύτερα από τον καθένα την ιστορική εμπειρία και ξέρουν ότι κάθε φορά που παίζουν με την προβοκάτσια παίζουν με τη φωτιά. Έτσι, σήμερα η έννοια της προβοκάτσιας κινείται πολύ μακρύτερα από την άμεση επίτευξη ενός αποτελέσματος. Στοχεύει κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση των εννοιών, των συνειρμών και της μνήμης στο συλλογικό φαντασιακό, αξιοποιώντας ΜΜΕ, ιδρύματα, ΜΚΟ και άλλους ιδεολογικούς φορείς πλάι στους παραδοσιακούς και παρακρατικούς μηχανισμούς.
Η συνηθέστερη σήμερα εκδοχή προβοκάτσιας είναι μάλλον τυποποιημένη και συνίσταται στο να φέρει την κινηματική δράση σε απομάκρυνση ή ρήξη με τον δυνάμει σύμμαχο κοινωνικό της περίγυρο. Συνήθως, αυτό γίνεται μέσω μορφών πάλης που υιοθετούν (ή φαίνεται να υιοθετούν) τα κινηματικά υποκείμενα, χωρίς να έχουν την ικανότητα να τις διαχειριστούν. Το σχετικό ντοκιμαντέρ του Ν. Αυγερόπουλου[24] για την εξέγερση της Οαχάκα του 2006 στο Μεξικό είναι ενδεικτικό, όσο και προφητικό, για τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08 και των απεργιακών κινητοποιήσεων της 5ης Μαΐου 2010 και της 12ης Φεβρουαρίου 2012 στην Αθήνα.
Όλοι θυμούνται την από κάθε άποψη εκρηκτική πρώτη απεργία-διαδήλωση της Ελλάδας του Μνημονίου. Κανείς επίσης δε θα ξεχάσει και το απόλυτο σάστισμα που απλώθηκε στους δρόμους με την είδηση για τους νεκρούς της Marfin. Ένα σάστισμα που θα διαρκέσει αρκετό διάστημα, ώστε να αγοράσει χρόνο η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου. Στο ενδιάμεσο, τη δουλειά την αναλαμβάνουν διάφορα «ευαγή συγκροτήματα»: η «καταδικαστέα βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», τα «δύο άκρα», οι «ευθύνες των συνδικαλιστών» και η «απαίτηση των πολιτών για περισσότερο κράτος» είναι μόνο μερικές από τις σφαίρες που πολυβολούσαν καθημερινά τον αποδιοργανωμένο «θεατή»[25].
Ποτέ δε θα μάθουμε αν οι εμπρηστές της Marfin και του «Αττικόν» ήταν κρατικοί υπάλληλοι, αντεξουσιαστές, «μπαχαλάκηδες» ή απλώς άνθρωποι στις παρυφές της απελπισίας. Το μόνο σίγουρο είναι πως φορούσαν κουκούλα. Αυτό αναδεικνύει μια άλλη εργαλειακή διάσταση του «κρυμμένου προσώπου», που κανείς δε δικαιούται να προσπερνά: η κουκούλα μπορεί να κρύψει τον καθένα. Σήμερα και ο τελευταίος «χουλιγκάνος» γνωρίζει (ή οφείλει να γνωρίζει) ότι ο διπλανός «εν όπλοις» σύντροφός του είναι πιθανότατα άντρας της Ασφάλειας, που δε βρίσκεται εκεί για να τον συλλάβει. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε πως η αφέλεια είναι το πιο θανάσιμο αμάρτημα. Εμείς θα συμπληρώναμε πως η εποχή της αφέλειας τελείωσε με την έλευση της κρίσης…
Είναι σαφές ότι τα επιχειρησιακά, ηθικά και μεθοδολογικά όρια των κινημάτων και των μελετητών τους δοκιμάζονται αγρίως. Πώς ορίζονται, για παράδειγμα, ο «σύμμαχος» και ο «εχθρός»; Με βάση την πράξη καθ’ εαυτή ή το κίνητρό της; Πρέπει και μπορούν τα κινήματα να αντιμετωπίζουν με διαφοροποιημένο τρόπο όμοιες πρακτικές; Ποιος είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος να διαχωρίσει τον «ασφαλίτη» από τον «επαναστάτη»; Οι ισορροπίες σε κάθε περίπτωση είναι λεπτές, αλλά τα μεγάλα γεγονότα τις αγνοούν και τείνουν να ρίξουν τον ακροβάτη στη μια ή την άλλη πλευρά του σχοινιού.
Όσοι πολιτικοί χώροι υπεραμύνθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο της πρακτικής των κυρίως ειπείν κουκουλοφόρων προσπαθούν να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις. Συνήθως, αυτές εστιάζονται στην προτεραιότητα της έκφρασης, στην ακατανίκητη δυναμική του αυθόρμητου[26] και στην ανάγκη κάποιων «να κρύψουν τα πρόσωπά τους ώστε να τους δούμε καλύτερα»[27]. Με αυτό τον τρόπο, η δράση του κινηματικού υποκειμένου εμφανίζεται εν είδει καθολικού και αυτοτελούς ατομικού δικαιώματος, απαραβίαστου από ευρύτερες κινηματικές ανάγκες και σχεδιασμούς. Μάλλον καμιά μεταμοντέρνα φραστική υπερπαραγωγή δεν μπορεί να συγκαλύψει τις φιλελεύθερες –σχεδόν καντιανές– καταβολές αυτής της οπτικής.
Η κουκούλα και το φορτίο της φαίνεται να προκαλούν περισσότερες εμπλοκές απ’ όσες φανταζόμαστε τόσο στις σχέσεις ανάμεσα στις επιμέρους συλλογικότητες των κινημάτων, όσο και στις σχέσεις ατομικού-συλλογικού, προκαλώντας καινούριο καταιγισμό ερωτημάτων: Μήπως οι διαπρύσιοι εχθροί κάθε πρωτοπορίας τη διεκδικούν (και μάλιστα εκβιαστικά), μετακινούμενοι από την «ουρά» της πορείας των έιτις «μέσα, έξω και πάνω» από την πορεία, επιβάλλοντας έτσι τις εξελίξεις; Πώς εντάσσεται το αυθόρμητο σε μια τελετουργικά προκαθορισμένη έκβαση;  Ποιος αντιπροσωπεύει εν τέλει  την «ψυχή» του κινήματος και ποιος αναλαμβάνει την αυτοάμυνά του;
Οι απαντήσεις σίγουρα δε θα έχουν την αλγεβρική απλοϊκότητα των ερωτήσεων και σίγουρα δε θα προκύψουν από αυτό το κείμενο. Ωστόσο, αυτό που διεκδικεί η συγκεκριμένη μελέτη είναι τα ερωτήματά της να αποκτήσουν το δικό τους χώρο στην προβληματική της συγκρουσιακής πολιτικής και, κυρίως, των κινημάτων.

  



Βιβλιογραφικές αναφορές

1. Della Porta, DonatellaDiani, Mario, Κοινωνικά Κινήματα – Μια Εισαγωγή, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2010.
2. Montalban, Manuel Vázquez, Μάρκος, Η Επανάσταση και οι Καθρέφτες, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003.
3. Reeves, Charles, Πίσω από τις Κουκούλες του Νοτιοανατολικού Μεξικού, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1999.
4. Sommier, Isabelle, Η Επαναστατική Βία – Οργανώσεις, Διαδικασίες, Αδιέξοδα, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2011.
5. Κατσαρός, Στέργιος, Εγώ ο Προβοκάτορας, ο Τρομοκράτης – Η Γοητεία της Βίας, εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2000.
6. Σεφεριάδης, Σεραφείμ, «Συγκρουσιακή Πολιτική, Συλλογική Δράση, Κοινωνικά Κινήματα: Μια Αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 27, Μάιος 2006.

Ενδεικτικά άρθρα από εφημερίδες και ιστότοπους

1. Καμπύλης, Τ., «Μια Ιστορία της Κουκούλας (…και Μερικά Δημοκρατικά Αδιέξοδα)», Η Καθημερινή, 17/10/2012.
2. Κωστόπουλος, Τ., Τρίμης, Δ., Ψαρρά, Α., Ψαρράς, Δ., «Ποιοι Είναι οι Κουκουλοφόροι», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 01/03/2009.
3. Συλλογικό άρθρο, «Εξέγερση Είναι/ Μάχες Δίνει/ Ποτέ Καίει/ Πότε Μιλάει», Κουκουλοφόρος, τχ. 1, 15/12/2008.
4. Χαλιακόπουλος, Γρ., «Η Κουκούλα Έχει τη Δική της Ιστορία», Έθνος, 09/10/2012.
5. www. koutipandoras.gr/?p=266, «Έχει και η Κουκούλα την Ιστορία της», 06/05/2010.
6. www. exandasdocumentaries.com/gr/documentaries/chronologically/2006-2007/111-the-rebels-of-oaxaca, Αυγερόπουλος, Ν., «Οι Επαναστάτες της Οαχάκα», Εξάντας – Ντοκιμαντέρ στον Κόσμο.
7. http://eleftheriakos.gr/node/229/backlinks, «Περί Κουκούλας και Άλλων Δαιμονίων», Ελευθεριακός Κόσμος, Ιούνιος 2011.



[1] Πρόκειται για τη χαρακτηριστική, συνήθως μάλλινη, στρογγυλή κουκούλα με τις οπές στο ύψος των ματιών και του στόματος. Πήρε το όνομά της από την ομώνυμη πόλη της Κριμαίας όπου έλαβε χώρα μια από τις πλέον αιματηρές μάχες του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856). Αποτελούσε μέρος της εξάρτυσης των Άγγλων στρατιωτών προκειμένου να αντεπεξέλθουν στο σκληρό ρωσικό χειμώνα. Ο όρος «balaclava» έμελλε να περάσει στην αγγλική γλώσσα, υποδηλώνοντας συν τοις άλλοις την κουκούλα των μοτοσικλετιστών ή των καταδρομέων. Ειδικότερα, η μπαλακλάβα μαύρου χρώματος συνδέθηκε ποικιλοτρόπως με τη μεταπολεμική δράση του IRA μέσα από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τον Τύπο.
[2] Isabelle Sommier, Η Επαναστατική Βία – Οργανώσεις, Διαδικασίες, Αδιέξοδα, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2011, σσ. 16-35.
[3] Βλ. Isabelle Sommier, ό.π., σε διάφορα σημεία.
[4] Μια εκτενής αναφορά στο ζήτημα της βίας, όπως τίθεται από τον Ζορζ Σορέλ (Georges Sorel), θα εξέτρεπε την εργασία από τους βασικούς άξονές της. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι ο Σορέλ προσδίδει στη βία ηθικά χαρακτηριστικά που ξεπερνούν τη βασική μαρξιστική εννοιολόγησή της ως «μέσου». Έτσι, η βία θα μπορούσε να αναγνωριστεί σαν η ουσία που «εξαγνίζει» και αναζωογονεί συνεχώς τις επαναστατικές δυνάμεις μιας κοινωνίας. Δίχως τη σορελική οπτική, δύσκολα θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι αντιφάσεις που διέπουν το σύγχρονο τερορισμό. Δε θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ερμηνεύσει κανείς εύκολα τα έντονα αισθήματα αλληλεγγύης του χώρου της αναρχο-αυτονομίας απέναντι στην κατά τα λοιπά εθνικοπατριωτική-αντιιμπεριαλιστική δράση της Ε0 17Ν.
[5] Donatella Della PortaMario Diani, Κοινωνικά Κινήματα – Μια Εισαγωγή, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2010.
[6] Βέβαια, παρόμοιες αντιλήψεις είχαν καλλιεργηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια από θεωρητικούς της νεομαρξιστικής ή μετανεοτερικής Αριστεράς. Ωστόσο, μόνο τη δεκαετία του ’80 θα αποκτήσουν μαζικό έρεισμα σε κοινωνικά στρώματα πέραν της νεολαίας.
[7] Σεραφείμ Σεφεριάδης, «Συγκρουσιακή Πολιτική, Συλλογική Δράση, Κοινωνικά Κινήματα: Μια Αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 27, Μάιος 2006, σσ. 24-25.
[8] Πρόκειται για πέντε κείμενα που εξέδωσε σταδιακά ο EZLN απ’ το 1994 ως τις μέρες μας. Τα κείμενα παρατίθενται αποσπασματικά ως Παράρτημα στο βιβλίο του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Μάρκος, Η Επανάσταση και οι Καθρέφτες, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σσ. 203-207.
[9] Η πασαμοντάνια είναι η λατινοαμερικάνικη εκδοχή της μπαλακλάβα. Εναλλακτικά, οι χωρικοί που ακολουθούσαν τον EZLN κάλυπταν τα πρόσωπά τους με παλιακάτε, τα παραδοσιακά εμπριμέ ινδιάνικα μαντίλια.
[10] Ο ίδιος ο Μάρκος θα αποποιηθεί πολλές φορές το ρόλο του Ταρζάν της Σέλβα. Βλ. Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ό.π.
[11] Βλ. Σαρλ Ρηβς, Πίσω από τις Κουκούλες του Νοτιοανατολικού Μεξικού, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1999.
[12] Βλ. συνέντευξη του Μάρκος στον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ό.π., σσ. 86-148.
[13] Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτοεμφανιζόμενο όσο και περίεργο φαινόμενο, καθώς οι χαρακτήρες και τα σκηνικά μιας κινηματογραφικής ταινίας (V for Vendetta) περνούν σχεδόν αυτούσια σε μαζικές κοινωνικές συμπεριφορές. Έτσι, για την ερμηνεία του φαινομένου, δεν αρκεί ο παραλληλισμός ανάμεσα στη Συνωμοσία της Πυρίτιδας που ενορχήστρωσε ο Γκάι Φοκς το 1605 στην Αγγλία με τις σύγχρονες αντικοινοβουλευτικές-αμεσοδημοκρατικές τάσεις.
[14] Πρόκειται για τον υπ’ αριθμ. 3772/09 νόμο που ψηφίστηκε μετά από πρόταση του υπουργού της Νέας Δημοκρατίας Ν. Δένδια και πυροδότησε σωρεία αντιδράσεων στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Πρόσφατα, προτάθηκε η μετατροπή του νόμου, με σκοπό να περιέλθει το αδίκημα που διαπράττεται με τη χρήση της κουκούλας στην κατάσταση του «ιδιώνυμου».
[15] Βλ., ενδεικτικά, Γρ. Χαλιακόπουλος, «Η Κουκούλα Έχει τη Δική της Ιστορία», Έθνος, 09/10/2012· «Έχει και η Κουκούλα την Ιστορία της», 06/05/2010, άρθρο προσβάσιμο σε www. koutipandoras.gr/?p=266.
[16] Βλ., ενδεικτικά, Τ. Κωστόπουλος – Δ. Τρίμης – Α. Ψαρρά – Δ. Ψαρράς, «Ποιοι Είναι οι Κουκουλοφόροι», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 01/03/2009· Τ. Καμπύλης, «Μια Ιστορία της Κουκούλας (…και Μερικά Δημοκρατικά Αδιέξοδα)», Η Καθημερινή, 17/10/2012.
[17] Η αλήθεια είναι ότι ο καταδότης της Κατοχής ελάχιστη ενδυματολογική σχέση έχει με το σημερινό κουκουλοφόρο. Σύμφωνα με τα σκίτσα του Φωκ. Δημητριάδη, αλλά και με αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων από τα μπλόκα στις διάφορες περιοχές της Αθήνας, το ρόλο της κουκούλας έπαιζε ένα τρίχινο τσουβάλι που κάλυπτε όχι μόνο το κεφάλι, αλλά και τον κορμό του σώματος ως τη λεκάνη, δενόταν με τριχιά γύρω απ’ τη μέση και άφηνε εκτεθειμένα μόνο τα χέρια απ’ τον αγκώνα και κάτω. Άλλα σκίτσα θέλουν τον καταδότη να φοράει μια κουκούλα που πέφτει ως το στήθος, παραπέμποντας στο μεσαιωνικό δήμιο.
[18] Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της αντίληψης αποτελεί το ανεκδιήγητο –πλην όμως χρήσιμο– άρθρο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, «Ποιοι Είναι οι Κουκουλοφόροι», ό.π., που «κατακεραυνώνοντας» την ηγεσία του ΚΚΕ, προχωρά σε ένα τσουβάλιασμα εννοιών, πρακτικών και συμβολισμών (από τις παροιμιώδεις μεταμφιέσεις του Τσε και τις κουκούλες των Ζαπατίστας μέχρι το σύγχρονο «μπαχαλάκια»), βασιζόμενο στη διαχρονική παρουσία της κουκούλας. 
[19] Εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2000, σσ. 24-49.
[20] Είναι απίθανο να κρυφτείς απ’ τον «καθοδηγητή» σου, έστω κι αν φοράς μαντίλι. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα αρκετοί από τους αγωνιστές της εποχής (τόσο στην αριστερή αντιπολίτευση της ΕΔΑ, όσο και εκτός αυτής), οι οποίοι δεν επιβεβαιώνουν τη μαζική απόκρυψη του προσώπου ως πρακτική που υιοθετήθηκε στη διάρκεια των γεγονότων, έστω και από μικρές ομάδες. Δεν υπάρχει ούτε φωτογραφικό υλικό που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο. Εξάλλου, το συνολικό (αυτοβιογραφικό) ύφος του βιβλίου δημιουργεί από μόνο του αμφιβολίες. Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκαν μάλλον άκριτα από δημοσιογραφικές στήλες.
[21] Βλ. Τ. Κωστόπουλος – Δ. Τρίμης – Α. Ψαρρά – Δ. Ψαρράς, «Ποιοι Είναι οι Κουκουλοφόροι», ό.π.
[22] Στο ίδιο.
[23] «Εξέγερση Είναι/ Μάχες Δίνει/ Ποτέ Καίει/ Πότε Μιλάει», Κουκουλοφόρος, τχ. 1, 15/12/2008.
[24] «Οι Επαναστάτες της Οαχάκα», Εξάντας – Ντοκιμαντέρ στον Κόσμο, προσβάσιμο σε www. exandasdocumentaries.com/gr/documentaries/chronologically/2006-2007/111-the-rebels-of-oaxaca.
[25] Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε πως τέτοιες τακτικές ακολουθήθηκαν και στο παρελθόν. Το ζήτημα της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου αποκτά για πρώτη φορά «λαϊκό έρεισμα» μετά την τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’95.
[26] Βλ. «Περί Κουκούλας και Άλλων Δαιμονίων», Ελευθεριακός Κόσμος, Ιούνιος 2011, προσβάσιμο σε http://eleftheriakos.gr/node/229/backlinks.
[27] Βλ. Τ. Κωστόπουλος – Δ. Τρίμης – Α. Ψαρρά – Δ. Ψαρράς, «Ποιοι Είναι οι Κουκουλοφόροι», ό.π.